Δευτέρα 15 Μαρτίου 2021

Η ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΙΣ ΤΩΝ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ («… αγάπην δε μη έχω, γέγονα χακός ηχών και κύμβαλον αλαλάζον»)

 Σα μπαίνει το καράβι της αγάπης, τη νύχτα μεσ’ το λιμάνι,

το υποδέχονται οι μυστηριώδεις μουσικές της ερημιάς.

Γύρω τα νερά γιομίζουν λουλούδια όλων των ειδών κι όλων των χρωμάτων,

και μιαν άσπρη σειρά από γυμνές γυναίκες μας περιμένει στην προκυμαία.

Είναι έτοιμες, όλες τους, στο πρώτο μας νεύμα, να φορέσουν αμέσως την κόκκινη στολή των βουτηχτάδων.

Όχι όμως για να κατέβουν στα βάθη της θάλασσας,

αλλά μόνο και μόνο για να ’ρθουν να μας περιμένουν,

ίσως κι ώρες ολόκληρες, ακούραστα, στοργικά, στην είσοδο του υπογείου σιδηροδρόμου.

Εμείς, φυσικά, φτάνουμε αναπάντεχα, κουνώντας τα μεγάλα φτερά μας και φωνάζοντας λόγια ασυνάρτητα κι ωραία.

Τότες γίνεται απότομα πιο αισθητά η ησυχία του εξοχικού τοπίου,

κι έτσι μεσ’ στα σκοτάδια, απ’ τα χωράφια, ξεπετιούνται άνθρωποι μαυροντυμένοι,

που είναι οι κομήτες, και πιάνα ορθά, με τα λευκά τους πλήκτρα, που είναι τα άστρα.

Οι σημαίες κυματίζουν στον άνεμο, σε κανονικά διαστήματα ηχούν τα μυδραλλιοβόλα, και τα παιδιά τραγουδούν.

Στ’ αυτιά μας ακούμε τα προφητικά ονόματα των γυναικών που θ’ αγαπούσαμε.

Επίσης και το όνομα μιας πόλεως: Σινώπη.

Εγώ όμως δεν φοβούμαι το θάνατο, γιατί αγαπώ τη ζωή!.

[από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΤΑ ΚΛΕΙΔΟΚΥΜΒΑΛΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το1939 ]

 


Από την ίδια συλλογή ανθολογούνται παρακάτω τα ποιήματα (ΤΙΤΛΟΣ και πρώτοι στίχοι):

1.   ΣΤΑ ΟΡΗ ΤΗΣ ΜΥΟΥΠΟΛΕΩΣ, Ο δρόμος προς την αγάπη είναι σπαρμένος μάτια γατιών

2.   Η ΠΛΕΚΤΑΝΗ ΤΩΝ ΝΑΥΑΓΙΩΝ, Δεν γνωρίζω τι γίνεται τη νύχτα…

3.   ΤΟ ΣΚΥΡΟΚΟΝΙΑΜΑ ΤΩΝ ΗΡΩΙΚΩΝ ΠΑΡΘΕΝΩΝ, Λησμονούνται οι σεμνές παρθένες…

4.   ΣΥΝΕΠΕΙΑ, Η βυθοκόρος των ονείρων λειτουργεί…

5.   ΕΔΕΗΣΕ ΝΑ ΔΙΕΛΘΟΥΝ ΔΑΣΟΣ, Χάρτινα περιστέρια πετούσαν μέσα…

6.   ΥΔΡΑ, Κατηγγέλθη ως εξαιρετικά επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια

7.   ΠΡΩΙΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ, Ερώτησα κάποτες γιατί τάχατες η τραγική και σεμνή παρθένα που λέγονταν Πουλχερία… και

8.   ΜΟΛΙΣ ΣΗΜΑΝΟΥΝ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ, ο Jef το μέγα αυτόματον λέει υπερήφανα κι αργά τις λέξεις τις αιώνιες και τις απατηλές…

 

 

ΣΤΑ ΟΡΗ ΤΗΣ ΜΥΟΥΠΟΛΕΩΣ (από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΤΑ ΚΛΕΙΔΟΚΥΜΒΑΛΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ 1939)

-Ι-

ο δρόμος προς την αγάπη

είναι σπαρμένος    μάτια γατιών

μεσ’ στο σκοτάδι    και τη σιωπή

που απλώνεται γύρω    σα δίχτυ χαράς

ο δρόμος προς την αγάπη

είναι νυχτερινός

 

πηγαίνει ψηλά    και φτάνει εκεί όπου

το μπλε    του κοβαλτίου

κι ακόμη το κίτρινο  - του καδμίου –

δεν είναι πια    τα χρώματα

με τα οπόια βάφω τις ζωγραφιές μου

αλλά λεπτές    μουσικές άρπας

κινύρας    και σείστρων φυγής

 

σείστρων    φυγής

σιγής    γης

-ΙΙ-

οι τρελές παρθένες

ενώθηκαν    μέσα στο δάσος

με τα δένδρα  - τόσες παρθένες και τόσα δένδρα –

την ώρα της μεγάλης βροχής.

 

οι μήτρες τους ήτανε    άσπιλες – αγνές –

τόσο μετά    όσο και πριν την καταιγίδα

 

τόσο μετά

όσο και πριν    τη συνουσία

 

κι όμως    σαν έφυγαν τα σύννεφα

κι έλαμψε   ο ήλιος πάλι

έμενα πάντοτες   αιχμάλωτος

μέσα στο σκοτεινό   σαλόνι

με τα κόκκινα βελούδα

και τη βαριά    κι επίμονη μυρωδιά

της μούχλας    και της ηδονής

 

(απ’ το παράθυρο   έβλεπα ατέλειωτες ταράτσες

-με μαρμάρινα κάγκελα –

[που κατεβαίνουν κάτω    ίσαμε τη θάλασσα)

 

κι ήμουνα μόνος    μ’ έναν μονάχα

-κι αυτόν μου άγνωστο -  άνθρωπο

σκυμμένο μες τα σκοτάδια

πάνω στα νεκρά πλήκτρα

του κλειδοκύμβαλου    της σιωπής

 

η μούρη μου    ήταν φαγωμένη σα λεπρού

-δεν φαινόταν τίποτες πια –

από τις τύψεις    και την πικρία της αγάπης

 

κι όμως    ο άγνωστος άνθρωπος

σηκωνόταν κάθε τόσο    ταχτικά

από τη σκοτεινή γωνιά του

και με βασάνιζε ατάραχα  - απ’ τα χαράματα ίσαμε το βράδυ –

και πάνω στο μέτωπό μου

με πυραχτωμένα μακριά σίδερα

μου ’γραφε συνεχώς    αυτές τις λέξεις

-σα σύμβολο τρομερό –

 

«πατήρ – μήτηρ»

«ανήρ – γυνή»

-ΙΙΙ-

κοσμώ το μέτωπό μου    με ψάρια κι ομπρέλλες

 

βάζω μεσ’ στα μαλλιά μου

φωνές φωτιάς

 

τα χέρια μου    γίνονται οι σκουριασμένες

άγκυρες των ναυαγίων

 

κι ενώ απλώνεται  - βαθμηδόν –

στ’ ακρογιάλι

η ερημιά    κι η νύχτα

βλέπω να χάνονται μακριά

-πάνω στη θάλασσα    στα βάθη του ορίζοντα –

τα τελευταία φώτα του χαμού

 

Η ΠΛΕΚΤΑΝΗ ΤΩΝ ΝΑΥΑΓΙΩΝ

Δε γνωρίζω τι γίνεται τη νύχτα ή και τη μέρα ακόμη, στ’ άγρια, τα ψηλά βουνά.

Ξέρω, όμως, να πω για τα μυστηριώδη και παράξενα στοιχειά που κατοικούνε μόνα τους στις κορφές των έρημων λόφων.

Ξέρω να πω πολλά για τις συνήθειες τους, και πως δεν απομακρύνονται ποτές από τα σημεία – πάντα τα πιο υψηλά – όπου εδιάλεξαν για μόνιμη διαμονή τους.

Πως περνώντας ο διαβάτης από μακριά ή από κοντά, μεσημέρι για βράδυ, τα διακρίνει, τα βλέπει, άλλοτε ν’ ανεμίζουνε σαν πολεμικά μπαϊράκια, άλλοτε να παίρνουν σχήματα αλλόκοτα, κατά προτίμησιν τεσσάρων ξύλων με μια σκέπη από ξερά κλαριά πεύκου, ίδια με τα τσαρδάκια που στήνουν οι αλβανοί ποιμένες σαν ήχο φλογέρας.

Άλλοτε πάλι ταξιδεύουν σε μακρινά κι ανεξερεύνητα πελάγη, επιβαίνοντα πεπαλαιωμένων πετρελαιοφόρων, πάντοτε δε, υπό ελληνοκαθολικήν σημαίαν, εις μνήμην βέβαια του θεού Πανός.

Κι έτσι, απλή, φυσική, λογική, κι ίσως ακόμη και ψυχαναλυτική συνέπεια είναι ν’ αφήνουν, και τη νύχτα, αναμμένα τα φώτα στα εργοστάσια, μεσ’ στα χωράφια.

Όλα για το μεγάλο θεό Πάνα.

Όμως, τα ηλεκτρικά φώτα είναι τελείως άχρηστα και μόνο που και που, κι αυτό σε πολύ αραιά διαστήματα, χρησιμεύουν να φωτίζουν ακρογιάλια που δέρνει ο άνεμος, ξύλινες εγκαταλελειμμένες μπαράγκες, φύκια κι απολιθωμένα κόκκαλα προκατακλυσμιαίων τεράτων, ως και μαρμάρινες προτομές αυτοκρατόρων και ποιητών.

 [από το συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΤΑ ΚΛΕΙΔΟΚΥΜΒΑΛΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ 1939]

 

ΤΟ ΣΚΥΡΟΚΟΝΙΑΜΑ ΤΩΝ ΗΡΩΙΚΩΝ ΠΑΡΘΕΝΩΝ (από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΤΑ ΚΛΕΙΔΟΚΥΜΒΑΛΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ1939)

λησμονούνται    οι σεμνές παρθένες

που έπεσαν  - αχ τόσο πρόωρα –

μαχόμενες ηρωικά    πάνω στα οδοφράγματα

 

στον τόπο όμως

όπου κύλησε το    νεκρό κεφάλι τους

και σούρθηκαν    τα μακριά μαλλιά τους

εκεί    αρέσει στον ποιητή ν’ απομονώνεται

σε μιαν υπερήφανη  - και γαλάζια -  μοναξιά

 

εκεί    σ’ αυτό έρμο ακροθαλάσσι

είναι που ανάφτουν τη νύχτα

τα φανάρια    που παραπλανούν τους ναυτικούς

 

εκεί γίνεται η σκέψις

μια φλογισμένη ρόδα

που κυλάει    στον ορίζοντα

 

εκεί είναι τα νησιά

που γίνονται σάβανα

όταν τρελαίνει ο άνεμος    τα φύλλα των φοινικόδενδρων

 

εκεί εντοπίζεται    η όλη κίνησις του λιμανιού

με σωρούς από νεκρές φώκιες

και τους κρουνούς    του πετρελαίου

 

εκεί φυτρώνου και   δένδρα

που παράγουν    τους παράξενους κι ωραίους καρπούς

που προσφέρουν στον    Ποιητή

για τις μελλούμενες του   πικρίες

 

ΣΥΝΕΠΕΙΑ

η βαθυκόρος   των ονείρων

λειτουργεί μόνον

με την προσθήκη των λέξεων

«τρυγόνα μου περήφανη»

κατόπιν  - βέβαια – της ειδικής αδείας

του τελευταίου    αλεξανδρινού γλύπτου  - και φιλοσόφου –

των πρώτων μεταχριστιανικών χρόνων

 

όμως

τ’ αποτελέσματα   είναι μάλλον   αξιοδάκρυτα

-και απολύτως κατακριτέα –

όταν λάβουμε    μάλιστα υπόψη

ότι το όλον έργο του   φημισμένου αυτού γλύπτου

είναι δεν είναι   μισή δωδέκατα

βούρτσες των δοντιών

 

όταν σκεφτούμε πως   όλη του η φιλοσοφία

συνοψίζεται   σε τρεις αρμαθιές κλειδιά

κρεμασμένες   σε τρία διαφορετικά δένδρα

ανάμεσα στα χείλη   τα δόντια   και τα στήθη

της Υπατίας

 

κι όταν τέλος   ομολογήσουμε

ότι βαθυκόρος  πραγματικά δεν υπάρχει

και πως μ’ αυτή τη λέξη

εννοούμε – ενίοτε – τις καπνοδόχες

που ξεμαλλιάζει ο άνεμος   του φθινοπώρου

πάνω   στις στέγες   των σπιτιών

[από το συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΤΑ ΚΛΕΙΔΟΚΥΜΒΑΛΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ 1939]

 

ΕΔΕΗΣΕ ΝΑ ΔΙΕΛΟΥΝ ΔΑΣΟΣ (από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΤΑ ΚΛΕΙΔΟΚΥΜΒΑΛΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ 1939)

χάρτινα περιστέρια    πετούσαν μέσα

στο σκιερό περιστύλιο    των ανακτόρων

και το κάθε χτύπημα   του φτερού τους

ήταν και το βαθύ βλέμμα   μιας κόρης

η πτώση μιας πέτρας μέσα στη θάλασσα

η υπόσχεση   της μακρινής χαράς

 

κάτω

τα λεπτά εαρινά φορέματα

-με τα πολύχρωμα λουλούδια –

που χάιδευε ο άνεμος

τα φορούσαν

ξόανα

που είχαν και τα μάτια ακόμα ξύλινα

και πήλινα   τα μαλλιά

 

ξόανα

που ελέγοντο   Μαρία

που ελέγοντο   φιάλη

που ελέγοντο   στέαρ

που ελέγοντο   ποδήλατο

που ελέγοντο σπινθήρ

 

ΥΔΡΑ

κατηγγέλθη

ως εξαιρετικά επικίνδυνος   για την δημόσια ασφάλεια

-για την ειρήνη των φιλήσυχων πολιτών –

την ώρα που   σοβαροί – ή μάλλον σοβαροφανείς –  ιερείς

μάλλον ηλικιωμένοι

και λίαν άξιοι ή ανάξιοι σεβασμού

επεκαλούντο την μνήμην των μεγάλων ναυμάχων

της Σαλαμίνος

καθώς   και την μνήμην των

Μιαούλη, Κανάρη, Τομπάζη, Λαζάρου Κουντουριώτη και Ισιδώρου Ducasse

 

χαράματα τον   έπιασαν

πισθάγκωνα τον έδεσαν

και τον επήγαν σηκωτό   σα λείψανο

σαν μια παρθένα λεπτή

λευκή   λεγομένη Μαρία

που έπλεκε   μιας σπάνιας ομορφιάς νταντέλλα

-νταντέλλα σαν τη ζωγραφική μου –

στη σκιά του δάσους

του βουνού   και του πράσινου κήπου

 

τον πέταξαν  - μου είπαν οι γυναίκες –

μέσα σε μια σέρρα   με κόκκινα λουλούδια

με κόκκινα βελούδινα παραπετάσματα   στα παράθυρα

λατάνιες   και έπιπλα παλαιά

όμως καθαρά

με τη λάμπα   το γυαλί της λάμπας

καθότι ήτανε  - λεν πάλε οι γυναίκες –

Σάββατο βράδυ   και ξημέρωνε Κυριακή

 

Σάββατο βράδυ   Κυριακή πρωί

 

από την πόρτα   φαίνονταν η θάλασσα

-ένα κομμάτι θάλασσας   γαλάζιο –

η σκάλα ανέβαινε ψηλά

κι ονόμαζα θλιμμένα   την καρδιά μου

κατά διαστήματα κανονικά  - ή μάλλον ακανόνιστα –

Έκτωρ   αλογά Έκτωρ

 

ενώ Εκάβη  - σ’ αυτήνα την περίπτωση –

ήτανε η μεγάλη   η φοβερή σκιά

του εγκεφάλου μου

[από το συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΤΑ ΚΛΕΙΔΟΚΥΜΒΑΛΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ 1939]

 

ΠΡΩΙΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ (από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΤΑ ΚΛΕΙΔΟΚΥΜΒΑΛΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ 1939)

ερώτησα κάποτες

γιατί τάχατες

η τραγική   και σεμνή παρθένα

που λέγονταν Πουλχερία

την παραμονή του γάμου της

σφουγγάρισε προσεκτικά όλο   το σπίτι

και την επομένη   απέθανε;

 

μια

που καθάρισε και νοικοκέρεψε   τα πάντα

γιατί δε χάρηκε   κι αυτή

τις μακριές λευκές δαντέλες

τους λευκούς πολύπλοκους φραμπαλάδες

και τα πολύχρωμα   μεγάλα φτερά του γάμου;

 

γιατί

εναπόθεσε έτσι σιωπηλά   χάμω στα σανίδια

τη μεγάλη κίτρινη πεταλούδα

και τα χάρτινα λουλούδια

που ήτανε μέσα   στο κεφάλι της;

το μπαλσαμωμένο   πουλί

που ήτανε μέσα στο κλουβί

του θώρακά της;

 

γιατί;

 

διότι 

- είπε ίσως ο πατέρας μου –

 

διότι

πρέπει να έχει   ο στρατιώτης το τσιγάρο του

το μικρό παιδί   την κούνια του

κι ο ποιητής   τα μανιτάρια του

 

διότι πρέπει να έχει

ο στραδιώτης την

πλεκτάνη του

το μικρό παιδί

τον τάφο του

κι ο ποιητής   τη ροκάνα του

 

διότι πρέπει να έχει

ο στραθιώτης

το σκεπάρνι του

το μικρό παιδί το

βλέμμα του

ο ποιητής

το    ροκάνι του

 

ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΛΕΕΙ Η ΖΩΗ…

(τα λόγια που λέει το κύμβαλον το αλαλάζον της αγάπης, ο χαλκός ο ηχών της αγάπης…)

Μόλις σημάνουν τα μεσάνυχτα, ο Jef, το μέγα αυτόματον, λέει υπερήφανα κι αργά τις λέξεις τις αιώνιες κι απατηλές, τις τόσο μάταιες, αλλά και τις τόσο λυσιτελείς, για τ’ ατλαζένια μάτια που αγαπούσαμε, θυμάστε; Θυμάστε ή μήπως προσπαθείτε, μάλλον, να δαμάσετε σε φωνές σειρήνας τα δίχτυα των μαλλιώνε, αυτά ποτ αυλάκωναν – οδυνηρά – τα πλεχτά και σβηστά φανάρια της νεροσυρμής; … της φωνοσυρμής; … της φαντασίας; … των μεγάλων πλατιών κρεβατιών του έρωτα. Τίποτα απ’ όλα αυτά; Τίποτε. Τότε μας πρέπουν τα ύψη. πρέπει ν’ ατενίζουμε τα ύψη. Σαν τον μηδενιστή, όπου τινάζεται στον αγέρα, ζωντανό λουλούδι. Και καθώς, φευ, πρέπει πάντα να ξαναγυρίσουμε κάποτες από κει ψηλά, ας ξαναγυρίσουμε. Αλλά, τότε πάλι, με λουλούδια, σαν λουλούδια, με παλάτια, μ’ εαρινές μουσικές, με λόγια αγάπης, με μάτια αγάπης. Παραμερίστε, έτσι να χαρείτε, τα μεγάλα ματόκλαδα κι ανοίξτε τα μεγάλα βλέφαρα του σύννεφου. Ιδέστε: πάνω σε χαλιά δροσιάς, αραδιασμένα κανονικά, σειρές –σειρές, τα μεταλλικά σουραύλια. Να αυτό είναι που λέγαμε: «η χαρά». Να, αυτή είναι η λεγομένη «λεπτή θωπεία αγαπημένης γυναικός». Αυτό είναι που λεν «ρήτρον ζωής», «μπροστέλλα του ήλιου», «ήλιος σιγής». Προσέχτε καλά τούτα τα λόγια. Έχουν τόσες φανερές όσο και κρυφές σημασίες. Είναι λέξεις, γιομάτες μεταφυσικών εννοιών, είναι τα βάραθρα της πικρίας και τα βουνά της χαράς. Είναι τα λόγια που λέει η ζωή, τα λόγια που λέει το κύμβαλον το αλαλάζον της αγάπης, ο χαλκός ο ηχών της αγάπης, εγώ, ο Jef, το μέγα αυτόματον του μεσονυκτίου.  [ΜΟΛΙΣ ΣΗΜΑΝΟΥΝ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ… από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΤΑ ΚΛΕΙΔΟΚΥΜΒΑΛΑ  ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ 1939 ]

Δευτέρα, 15 Μαρτίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ